Σολωμός, «Κρητικός»

Κρητικός – eirinipax

Διονύσιος  Σολωμός, Ο Κρητικός

Ο Σολωμός θεωρείται από τους κορυφαίους ποιητές όχι μόνο της Επτανησιακής αλλά και ολόκληρης της νεοελληνικής ποίησης.

Τα γνωρίσματα της Επτανησιακή ποίησης ως προς το περιεχόμενο είναι η λατρεία  της θρησκείας, της πατρίδας, της γυναίκας και της φύσης. Ως προς τη μορφή είναι η προσήλωση στη  δημοτική γλώσσα.

Το έργο του Σολωμού διακρίνεται σε τρεις φάσεις:

Α’ φάση: Ο Σολωμός έμαθε τα πρώτα γράμματα στο νησί του, αλλά σε ηλικία δέκα χρονών πήγε για σπουδές στην Ιταλία, ως το 1818, οπότε και επιστρέφει στην πατρίδα. Την περίοδο της παραμονής του στην Ιταλία καταπιάστηκε με την ποίηση αλλά στα ιταλικά. Γυρίζοντας στην πατρίδα όμως αφήνει τους εύκολους ιταλικούς στίχους, για ν’ αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην ελληνική ποίηση. Οι πρώτες προσπάθειες του να γράψει ποίηση ξεκινούν από έναν διάλογο προς την τοπική παράδοση Στην περίοδο αυτή ανήκουν ποιήματα όπως Η Αγνώριστη, Η Ξανθούλα, Η Τρελή Μάνα και τον ποίημα που τον καθιέρωσε,  ο Ύμνος εις την Ελευθερία (Μάιος του 1823).

Β’ φάση (1823 – 1833): Είναι μια δεκαετία γόνιμη και δημιουργική, αφού ο Σολωμός ξεπερνά το στάδιο του αυτοσχεδιασμού. Ο ποιητής αναπτύσσει έναν πλουσιότερο και πιο ουσιαστικό διάλογο με την παράδοση που έχει δύο σκέλη. Το ένα αντιπροσωπεύει μια θεμελιώδη επιλογή του Σολωμού, που είναι η θεωρητική υπεράσπιση της ζωντανής γλώσσας του λαού ως γραπτής γλώσσας του έθνους (Διάλογος, 1824). Το άλλο αφορά την επαναστατική ιδεολογία που ο Σολωμός θεμελιώνει πάνω στην έννοια της ελευθερίας. Το δίδυμο ελευθερία και γλώσσα συνιστά κεντρικό σημείο ιδεολογικής αναφοράς για το πνευματικό κίνημα που θα ονομαστεί αργότερα Επτανησιακή σχολή. Οι εκτενέστερες και σπουδαιότερες συνθέσεις της περιόδου έχουν ως αντικείμενα αναφοράς γεγονότα, πρόσωπα και πλευρές της σύγχρονης ιστορικής πραγματικότητας και κατ’ εξοχήν της Επανάστασης. Ο Ύμνος εις την Ελευθερία, οι ωδές εις το θάνατο του Λόρδου Μπάυρον και του Μάρκου Μπότσαρη, Η Δόξα των Ψαρών, ο Λάμπρος, η Γυναίκα της Ζάκυθος αποδεικνύουν ότι ο Σολωμός θέτει πλέον σταθερά τη μούσα του στην υπηρεσία της εθνικής υπόθεσης. Στο έργο του η ελευθερία αναδεικνύεται σε πρώτιστη νεοελληνική αξία: Ελλάδα και Ελευθερία είναι μια ταυτότητα, Ελλάδα και σκλαβιά είναι μια αντίφαση

Γ’ φάση (1833-1857): Η περίοδος της ωριμότητάς του, που αρχίζει στα 1833 με το συνθετικό ποίημα Ο Κρητικός, συνδέεται με τη μελέτη της Κρητικής λογοτεχνίας του 16ου και 17ου αιώνα και κυρίως με τον Ερωτόκριτο. Άλλα έργα της περιόδου είναι οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (1830- 1857) κι ο Πόρφυρας. (1849). Εφαρμόζει μια ιδιότυπη τεχνική στη σύνθεση των μεγάλων έργων. Στιχουργεί μόνο τα λυρικά μέρη της σύνθεσης και αποκρυσταλλώνει   μια σειρά λυρικές ενότητες με πλήρες νόημα και αισθητική αυτοτέλεια. Κοντά σ’ αυτές συνθέτει ένα πλήθος αυθύπαρκτους στίχους, εκφραστικά στερεότυπα, λογότυπους και φόρμουλες, που χάρη στην αυτοτέλειά τους μπορούν να αποτελέσουν μονάδες συνθετικής επεξεργασίας. Η διαδικασία αυτή είναι αντίστοιχη με το μηχανισμό παραγωγής των δημοτικών τραγουδιών, όπου ο κάθε τραγουδιστής συνδυάζει με το δικό του τρόπο θέματα, στίχους και φόρμουλες που έχει κληρονομήσει από την προφορική ποιητική παράδοση. Στα έργα αυτής της περιόδου υπάρχει μια αντίληψη αρμονίας και ισοδυναμίας των δυο πόλων: φύση = πολιτισμός: 1. Η φύση εκπέμπει ένα ακαταμάχητο κάλεσμα ευδαιμονίας και καθιστά τη ζωή μέγιστο αγαθό 2. Η φύση ενδοκοσμικός παράδεισος, προβάλλει τη ζωή ως κατεξοχήν περιοχή πληρότητας και μακαριότητας. Η βαθιά ανταπόκριση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, που φτάνει ως την πλήρη “ερωτική” ένωση. 3. Η ταυτότητα κάλλους – αγαθού, ομορφιάς και καλοσύνης, αισθητικών και ηθικών αξιών. 4. Το θέμα της φεγγαροντυμένης κορασιάς, που ορίζει τη φύση ως το χώρο του μυστηρίου και του θαύματος 5. Ορισμένες φορές η σχέση του ανθρώπου με τη φύση από θετική μετασχηματίζεται σε αρνητική και υπακούει στο σχήμα: θετική σχέση – αρνητική λειτουργία.

Γενικά τα θέματα που απασχολούν το Σολωμό την εποχή που γράφει τον  Κρητικό είναι τα εξής:

¨       Η φύση και ο άνθρωπος.

¨       Ο θάνατος και η θρησκεία.

¨       Ο έρωτας και η αγνότητα.

¨       Η πατρίδα, η ελευθερία, το ωραίο.

¨       Τα όνειρα και τα οράματα.

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

1.  Να εξετάσετε την επίδραση της φύσης στον ψυχισμό του ανθρώπου, όπως αυτή διαφαίνεται στον «Κρητικό» μέσω του «ήχου» και στο Σχεδίασμα Β‘, 2 των «Ελεύθερων Πολιορκημένων».

Δ. ΣΟΛΩΜΟΥ «ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ»

(Απόσπασμα από το: Σχεδίασμα Β’, 2)

Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,

Κι όσάνθια βγαίνουν και καρποί τόσάρματα σε κλειούνε.

 

Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,

Και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,

Κι ολόλευκο εσύσμιξε με τουρανού τα κάλλη.

Και μες στης λίμνης τα νερά, όπέφθασε μασπούδα,

Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,

Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·

Το σκουληκάκι βρίσκεται σώρα γλυκιά κι εκείνο.

Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,

Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·

Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει

Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

Τρέμη ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.

 

2. Να συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο και τη δομή τον όρκο στην παραλογή «Του νεκρού αδελφού» και στον Κρητικό (απ. 2, στ. 2-4)

Μάνα με τους εννιά σου γιου, και με τη μια σου κόρη,

την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη.

την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!

Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει,

στ’ άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.

Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,

να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.

Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει

«Μάνα μου. κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξένα,

στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,

αν πάμ’ εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.

– Φρόνιμος είσαι. Κωσταντή, μ’ άσκημα απιλογήθης,

Κι α μόρτει, γιε μου,  θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,

κι αν τύχει πίκρα γή χαρά. ποιος πάει να μου τη φέρει;

– Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους άγιους μαρτύρους,

αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια

αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».

 

Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,

κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι

κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,

βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.

Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ’ όλα μοιρολογιόταν.

στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.

«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,

όπου μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!

το τάξιμο που μου ’ταξες, πότε θα μου το κάμεις;

Τον ουρανό έβαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους

αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».

Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,

η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.

Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι.

και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.

3. Στο παρακάτω ποίημα του Μάνου Ελευθερίου το κεντρικό θέμα είναι η πορεία ενός πλοίου στη θάλασσα. Να εντοπίσετε τα χαρακτηριστικά αυτής της πορείας και να επισημάνετε το διαφορετικό τρόπο με τον οποίο εμφανίζεται ο αφηγητής στα δύο έργα.

Το πλοίο Ναυτοκρατούσα

Το πλοίο αυτό που ταξιδεύει χρόνια μες στις θάλασσες

δίχως σημαία και πλήρωμα και δίχως σκοπό

ξενυχτώντας σε λιμάνια που σαν αγάπες αγκάλιασες

με φύλλα πορείας αόρατα, σαν ανθισμένο βουνό,

 

το πλοίο που ονειρεύτηκες για μυστικές διαδρομές

χωρίς ελέγχους στα δρομολόγια και εξακριβώσεις

σέρνοντας κήπους από χιόνι και μουσική από βροχές

και σε τρυπάει ο πόνος του όπως οι πόνοι στις αρθρώσεις

 

το πλοίο αυτό που ταξιδεύει μες την καταχνιά

μόνο του σκέφτεται και μόνο του παίρνει αποφάσεις.

Δεν είν’ εκείνο που θα πάρουμε για να σκορπίσει η σκοτεινιά

καινά βρει ο θάνατος επάνω μας προφάσεις.

3. Α. Σικελιανός: Μήτηρ Θεού. Να εντοπίσετε αναλογίες στη μορφή και στο περιεχόμενο με τον «Κρητικό»

Άνεμος φύσαγε γλυκός, από μακρά φτασμένος,

µε τη γαλήνια ευωδιά των κάμπων φορτωμένος.

 

Τα μύρα πλέαν ανάερα· αντίκριζε η ψυχή µου,

όθε κι αν γύριζε, γοργή, τη μυστική άθλησή µου.

 

Και ιδές… Ανθοί ανεπάντεχοι, δαφνόδεντρα και βάγια

στης γης αν ευωδάγανε τα ευλογημένα πλάγια·

 

στα χρυσοπράσινα έλατα αν ο ήλιος, σε μια στάλα,

φλόγα γαλάζια ανάβρυζε, πήδαε πυρρή διχάλα,

 

Και μιαν ακοίμητη δροσιά κινούσαν, να µε ζώνει,

τ’ άγια φαράγγια που κρατούν ολοχρονίς το χιόνι·

 

α, πώς σπαρτάρισε η καρδιά σαν ένιωσε τα µάγια

τα γλυκανάπνοα, σε σφιχτά να την κρατούν αρπάγια!

 

Πώς το ρουμπίνει πύρινο ζώνει ψηλά το στέμμα,

όμοια στο νου µου ολόγυρα μαζώχτη ξάφνου το αίμα

 

Και πάλι πισωδρόμισε γοργό, σα για να πάρει

χλωμάδα μεγαλύτερην απ’ το μαργαριτάρι…

 

Ψυχή! Και ξάφνου, σκίζοντας το φοβερό σκοτάδι

η αχτίδα της το δάκρυ µου το βρήκε ωσάν πετράδι!

 

 

 

4. Να συσχετίσετε αυτό το ποιητικό απόσπασμα του Σεφέρη με τους στίχους 35 – 42  του αποσπάσματος  5  απ’ τον «Κρητικό» του Σολωμού ως προς το περιεχόμενο.

Γ. Σεφέρης, Μυθιστόρημα, ΙΒ΄, «Μποτίλια στο πέλαγο», στ. 1-9.

Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι

και παραπάνω

το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει·

τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι

λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα

κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη·

και παραπάνω ακόμη πολλές φορές

το ίδιο ξαναρχίζει κλιμακωτά

ως τον ορίζοντα ως τον ουρανό που βασιλεύει.

 

5. Να εντοπίσετε τις αναλογίες ως προς το περιεχόμενο ανάμεσα στα αποσπάσματα 3-4 του «Κρητικού»   και στο απόσπασμα από το «Όνειρο στο κύμα» που ακολουθεί».

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης«Όνειρο στο κύμα» (απόσπασμα)

«Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως της σελήνης το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνην του γαληνιώντος πελάγους, και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τά κύματα. Είχε βυθισθή άπαξ καθώς ερρίφθη εις την θάλασσαν, είχε βρέξει την κόμην της, από τους βοστρύχους της οποίας ως ποταμός από μαργαρίτας έρρεε το νερόν, και είχεν αναδύσει. Έβλεπε κατά τύχην προς το μέρος όπου ήμην εγώ, κι εκινείτο εδώ κι εκεί προσπαίζουσα και πλέουσα. Ήξευρε καλώς να κολυμβά. […] Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κι έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσα κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορενευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλίγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας της, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχόμενους όλας της αύρας τάς ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτον πνοή, ίνδαλμα, αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα. Ήτο νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων…[…] Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια». […]

6.  Στον Ψαρά του Γκαίτε, όπως και στον Κρητικό, το πνεύμα ενώνεται με τη φύση. Να σχολιάσετε πώς αναδεικνύεται αυτή η σύζευξη και στα δυο ποιήματα.

Γκαίτε, Ο ψαράς

 

 

Κύμα κυλάει, το κύμα σπάει·

ψαράς στην αμμουδιά

τ’ αγκίστρι σκύβει και κυττάει

με ατάραχη καρδιά.

Μα εκεί που κάθεται και ακούει,

στα δυο το κύμα σκάει

και έξαφνα μέσ’  απ’ τους  αφρούς

Νεράιδα ξεπηδάει

Του τραγουδεί και του μιλεί·

Μου σέρνεις τα παιδιά

με πονηριά και δόλωμα

στου Χάρου τη φωτιά;

Μα αν ήξερες πώς χαίρονται

τα ψάρια στα νερά,

θα ’πεφτες τώρα στο βυθό

να νιώσεις τη χαρά.

Δεν παίρνει ο ήλιος από εδώ

τη χάρη, τη δροσιά

και το φεγγάρια τ’ αργυρό

την τόση του ομορφιά;

Δε σε μαγεύει τα’  ουρανού

το χρώμα το φαιδρό;

Δε σε τραβάει μεσ’ στη δροσιά

το διάφανο νερό;

Κύμα κυλάει , το σώμα σπάει

τα πόδια του φιλεί·

Πόθο του ανάβει και θαρρεί,

η αγάπη του μιλεί.

Του τραγουδεί και όλο του λέει·

και χάνει την καρδιά.

Τραβάει και αυτή, πέφτει κι αυτός,

δεν τον ξανάειδαν πια.

 

6. Ποιες αναλογίες – θεματικές και μορφολογικές- ανιχνεύετε ανάμεσα στο απόσπασμα από τον Όρκο και το Κρητικό;

 

Γ. Μαρκοράς, Ο Όρκος

Πλέει το καράβι  αδιάκοπα, κι η Πούλια ωστόσο δείχτει,

Στον ουρανό αρμενίζοντας, πως είναι μεσονύχτι.

Όλα σιγούν. Στη θάλασσα γλυκοκοιμούντ’  οι ανέμοι,

και κάθε αστέρι, που ψηλά φεγγοβολάει και τρέμει,

φαίνετ’  αγγέλου σπλαχνικού προσηλωμένο βλέμμα

στον κόσμο, που ποτίζεται πάντα με δάκρυα κι αίμα.

Κάποιο, στα βάθη της νυχτός, Πνεύμα καλό και θείο

μ’ ελεημοσύνη θα γυρε τα μάτια και στο πλοίο,

αν ένα κούρασμα γλυκό κι ύπνος αγάλια εχύθη

σε τόσα εκεί, που λάχτιζαν, απελπισμένα στήθη.

Όλοι κοιμούνται· μοναχά δεν είναι σφαλισμένα

δυο μάτια ουρανογάλαζα, δυο μάτια ερωτεμένα.

Ο στοχασμός, που γλήγορα θ’ αράξει στ’ ακρογιάλι,

όπου φαντάζεται να ιδεί τον ακριβό της πάλι,

Ως έχει χρεία, της Ευδοκιάς ανάσασα δε δίνει,

μήτε να κλείσει βλέφαρο καθόλου την αφήνει·

Πλην στον αγώνα, που ξυπνή την εβαστούσε ακόμα,

το τρυφερό της έπεσε παραδαρμένο σώμα,

κι εκεί που η μαύρη καταγής ακίνητη απομένει,

στη χλόη θαρρεί του τόπου της πως είναι πλαγιασμένη.

Αν στο ροδάτο μάγουλο σιγά-σιγά τα’  αέρι

μιαν άκρη από τα ξέπλεκα σγουρά μαλλιά της φέρει

τ’ αγαπημένου το φιλί πως αγρικάει παντέχει,

και νέα σε κάθε φλέβα της γλυκάδα ουράνια τρέχει.

7. Ο Πόρφυρας: αναλογίες με τον «Κρητικό» σε μορφή και περιεχόμενο

«Kοντά ‘ναι το χρυσόφτερο και κατά δω γυρμένο,
π’ άφησε ξάφνου το κλαδί για του γιαλού την πέτρα
κι εκεί γρικά της θάλασσας και τ’ ουρανού τα κάλλη
κι εκεί τραβά τον ήχο του μ’ όλα τα μάγια πόχει.
Γλυκά ‘δεσε τη θάλασσα και την ερμιά του βράχου                 5
κι α δεν είν’ ώρα για τ’ αστρί θε να συρθεί και νά ‘βγει.
(Xιλιάδες άστρα στο λουτρό μ’ εμέ να στείλ’ η νύχτα !).
Πουλί πουλάκι που λαλείς μ’ όλα τα μάγια πόχεις,
ευτυχισμός α δέν ειναι το θαύμα της φωνής σου,
καλό δεν άνθισε στη γη, στον ουρανό, κανένα.                 10
Δεν το ‘λπιζα να ‘ν’ η ζωή μέγα καλό και πρώτο !
Aλλ’ αχ, αλλ’ αχ, να μπόρουνα σαν αστραπή να τρέξω,
ακόμ’, αφρέ μου, να βαστάς και να ‘μαι γυρισμένος
με δυο φιλιά της μάνας μου, με φούχτα γη της γης μου !».
Kι η φύσις όλη τού γελά και γένεται δική του.
Eλπίδα, τον αγκάλιασες και του κρυφομιλούσες
και του σφιχτόδεσες το νου μ’ όλα τα μάγια πόχεις.
Nιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης.

Aλλ’ απαντούν τα μάτια του τρανό θεριό πελάγου
κι αλιά, μακριά ‘ναι το σπαθί, μακριά ‘ναι το τουφέκι !
Kοντά ‘ν’ εκεί στο νιον ομπρός ο τίγρης του πελάγου·
αλλ’ όπως έσκισ’ εύκολα βαθιά νερά κι εβγήκε
κατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο,
κατά το στήθος το πλατύ και το ξανθό κεφάλι,
έτσι κι ο νιος ελεύτερος, μ’ όλες τες δύναμές του,
της φύσης από τσ’ όμορφες και δυνατές αγκάλες,
οπού τον εγλυκόσφιγγε και του γλυκομιλούσε,
ευτύς ενώνει στο λευκό γυμνό κορμί π’ αστράφτει,
την τέχνη του κολυμπιστή και την ορμή της μάχης.
Πριν πάψ’ η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει:                 30
Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του.

Aπομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου,
όμορφε ξένε και καλέ και στον ανθό της νιότης,
άμε και δέξου στο γιαλό του δυνατού την κλάψα.

2 σκέψεις σχετικά με το “Σολωμός, «Κρητικός»

  1. για να δειτε οτι μπαινουμε και διαβαζουμε τις πολυ καλες σημειωσεις σας !!!!!!!!!!

    1. Χαίρομαι και θα χαρώ ακόμη περισσότερο αν έχετε και κάτι να με ρωτήσετε. Εκτός αν τα εξαντλούμε όλα μέσα στην τάξη!

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.